- ξετρυπώνω
- ξετρύπωσα, ξετρυπώθηκα, ξετρυπωμένος1. μτβ., βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του: Το σκυλί ξετρύπωσε δύο λαγούς.2. φανερώνω κάτι κρυμμένο: Πήγε και ξετρύπωσε κάποια παλιά μου υπόθεση για να με εκθέσει.3. αφαιρώ, βγάζω, χαλνώ το τρύπωμα ρούχου: Το ρούχο ξετρυπώνεται μετά το ράψιμο.4. αμτβ., βγαίνω από την τρύπα, από την κρύπτη μου, εμφανίζομαι ξαφνικά: Από πού ξετρύπωσε αυτό το παιδί;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.